- μύακος
- μύακος, ὁ (Μ)το πάνω μέρος κόγχης ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μύαξ, -ακος*, κατά τα αρσ. σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύακος — μύαξ sea mussel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)